- γεγαα
- γέγααγέγᾰαэп.-поэт. pf. к γίγνομαι См. γιγνομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γεγάασι — γεγάᾱσι , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγάασιν — γεγάᾱσιν , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγάατε — γεγάᾱτε , γίγνομαι come into a new state of being perf ind act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγώς — γεγώς, ῶσα, ώς (Α) μτχ. παρακμ. τού ρ. γίγνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού γεγαώς, μτχ. τού επικ. παρακμ. γέγαα τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek